- πρωτελάτης
- ο, ΝΜ(στο Βυζάντιο) αξιωματικός τού ναυτικού, επικεφαλής τών κωπηλατών τού αυτοκρατορικού δρόμωνα, αξίωμα κατώτερο τού πρωτοκάραβου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + ἐλάτης «αρματηλάτης, κωπηλάτης»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.